- μαγνητοσκοπώ
- (-είς, -εί κτλ.), μαγνητοσκόπησα, μαγνητοσκοπήθηκα, μαγνητοσκοπημένος, καταγράφω δεδομένα ήχου και εικόνας σε μαγνητοταινία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαγνητοσκοπώ — μαγνητοσκοπώ, μαγνητοσκόπησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαγνητοσκοπώ — εγγράφω με τη χρησιμοποίηση μαγνητοσκοπίου εικόνες και ήχους τηλεόρασης σε μαγνητική ταινία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήτης + σκοπώ (< σκοπός) πρβλ. αστερο σκοπώ, βολιδο σκοπώ] … Dictionary of Greek
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
μαγνητοσκόπηση — η [μαγνητοσκοπώ] η εγγραφή εικόνων τηλεόρασης σε μαγνητική ταινία με τη χρησιμοποίηση μαγνητοσκοπίου, βίντεο … Dictionary of Greek
μαγνητοσκόπιο — το [μαγνητοσκοπώ] συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής εικόνων και ήχων τηλεόρασης σε μαγνητική ταινία, βίντεο … Dictionary of Greek